φίσα

φίσα
η
1) карточка (картотечная и т. п.); 2) фишка (при игре в карты)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φίσα" в других словарях:

  • φίσα — η, Ν 1. καρτέλα, δελτίο για σημειώσεις, ιδίως επιστημονικής φύσεως 2. μάρκα χαρτοπαιγνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fiche «μικρή σφήνα, μικρός πάσσαλος, μάρκα χαρτοπαιγνίου»] …   Dictionary of Greek

  • φίσα — η (λ. γαλλ.) 1. καθένα από τα μικρά ομοιόσχημα φύλλα χαρτιού ή χαρτονιού, στα οποία γράφονται σημειώσεις, πληροφορίες κτλ. για ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά ή κατά ύλη, καρτέλα, δελτίο. 2. μάρκα χαρτοπαίγνιου: Eξαργύρωσε φίσες στο καζίνο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»